Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

κλαίω με πικρά

См. также в других словарях:

  • πικροκλαίω — κλαίω πικρά, θρηνώ: Κι εκεί που πικροκλαίγανε, ύπνος γλυκός τους πήρε (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Christos Negas — Χρήστος Νέγκας Born 1936 Zakynthos,   …   Wikipedia

  • πικροκλαίω — Ν κλαίω πικρά, θρηνώ με βαθύτατη λύπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + κλαίω] …   Dictionary of Greek

  • καταδακρύω — (Α) 1. κλαίω πικρά («ταῡτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῡ τύχην», Ξεν.) 2. κάνω κάποιον να δακρύσει, συγκινώ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»